- δακτυλωτός
- δακτῠλωτός, ή, όν,A with finger-like handles, ἔκπωμα Ion Trag.1, Didym. ap. Ath.11.468e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δακτυλωτός — ή, ο (Α δακτυλωτός, ή, όν [δάκτυλος] όποιος έχει δάχτυλα ή προεξοχές σαν δάχτυλα νεοελλ. βιολ. το αρσ. ως ουσ.) δακτυλωτός ονομασία γένους εχινοδέρμων … Dictionary of Greek
δακτυλωτός — ή, ό αυτός που έχει δάκτυλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλωτόν — δακτυλωτός with finger like handles masc acc sg δακτυλωτός with finger like handles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλωταῖς — δακτυλωτός with finger like handles fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek